- ασυνείδητο(ν)
- τό1) см. ασυνειδησία 1, 2, 3; 2) психол. бессознательное
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυνείδητο — Ο όρος α. ως επίθετο χαρακτηρίζει ένα ψυχικό περιεχόμενο του οποίου δεν έχουμε συναίσθηση· ως ουσιαστικό υποδηλώνει ένα μέρος του ψυχικού μηχανισμού, που βρίσκεται έξω από τη συνείδηση. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας (Σωκράτης, Πλάτων: μύθος του… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… … Dictionary of Greek
υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… … Dictionary of Greek
υποσυνείδητο — Το σύνολο των ψυχικών στοιχείων που υπάρχουν στα άκρα της συνείδησης, δηλαδή στην περιφέρειά της, και είναι αμυδρότατα και μόλις αντιληπτά. Σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους ψυχολόγους και ψυχαναλυτές αποτελεί εκτεταμένο πεδίο της καθαυτό… … Dictionary of Greek
Λίβινγκ Θίατερ — (Living Theatre = ζωντανό θέατρο). Πρωτοποριακό θεατρικό κίνημα και θίασος των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε το 1951 από τη σκηνοθέτη Τζούντιθ Μαλίνα και τον συγγραφέα Τζούλιαν Μπεκ, με την προγραμματική υποχρέωση να αντιμετωπίσει το θέμα της ζωής και του… … Dictionary of Greek